Η καρδιά μου νοσταλγεί
Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί
Γιάννενα 1960 (φωτο Κώστας Μπαλάφας) |
Go, my heart homesicks
Κώστας Καρυωτάκης "Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί" Ελεγεία και Σάτιρες 1928
Φύγε κι άσε με μονάχο που βλέπω να πληθαίνει
απάνω μου η νύχτα και βαθιά να γίνονται τα χάη
Ούτε του πόνου η θύμηση σε λίγο πια δε μένει,
κι είμαι άνθος που φυλλοροεί στο χέρι σου και πάει.
Φύγε καθώς τα χρόνια κείνα εφύγανε που μόνον
μια λέξη που ήταν στη ζωή για μένα σαν παιάνας.
Τώρα τα χείλη μου διψούν το φίλημα της μάνας
της μάνας γης κι ανοίγονται στο γέλιο των αιώνων.
Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη!
Ταράζει και η ανάσα σου τα μαύρα της Στυγός
νερά, που με πηγαίνουν, όπως είμαι ναυαγός
εκεί στο απόλυτο Μηδέν, στην Απεραντωσύνη.
Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη
στη σκοτεινή βαθιά δεντροστοιχία,
μαζί πηγαίνουμε, μαζί η μέρα θα μας έβρει
ω ερημικά θλιμμένα μου στοιχεία.
Αύριο, μεθαύριο, σύντροφοι θα μ' έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν αργότερα φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο
θα πάω μακριά, το φως σας για να χαρείτε.
Κι αφού ταιριάζει ω δέντρα μου να μένω απ' όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στην πλάση
εγώ λιγότερο γι' αυτό δε θα σας αγαπήσω
όταν θα μ' έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.
Καθώς βαδίζω μια σκιά μ' ακολουθεί από πάνω
σαν βαρύ νέφος ή φτερό δυσοίωνου πουλιού.
Είναι μαζί μου όπου να πάω, μαζί μου ό,τι να κάνω
και δεν αφήνει ούτε να δω τον ήλιο του θεού.
Σάββατο βράδυ: ανοίγονται οι δρόμοι σαν λουλούδια
οι απλές καρδιές, παθητικά ν' ανάβουνε τραγούδια
που τη χαρά ή τον απαλό του έρωτα ψάλλουν πόνο,
ενώ για μένα η εβδομάδα ετέλειωσε και μόνο.
Ένα σπιτάκι απόμακρο, στο δείλι στον ελαιώνα,
μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθιά πολυθρόνα
μια κόρη που σταχαστικά τον ουρανό κοιτάει,
ω μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάεε!
Λύπη ας ερχόταν η χαρά, μόνο ήθελα να σπάσει
εμέ η καρδιά κι ανάλαφρα να πέσει καταγής,
όπως το ροδοπέταλο που θύελλα έχει αρπάσει,
ή ακόμη που το εβάρυνε η δρόσος της αυγής.
Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες
άθλιες με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Μόνο είδα φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες
τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.
Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν,
άλυτοι γρίφοι που μιλούν μονάχα στον εαυτό τους
τάφοι που πάντα με ανοιχτή χρονολογία προσμένουν
γράμματα που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους.
Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε
οι σκέψεις τώρα, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου.
Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούνε
να παίζει, να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου.
Σχόλια