Στον βάρδο της Μαδουρής
Λευκάδα, Μαδουρή, 1925
Νησίδα Μαδουρή - Λευκάδα |
Ωδή στο Βαλαωρίτη - Άγγελος Σικελιανός
Άγγελος Σικελιανός Λευκάδα 1925 | Άγγελος Σικελιανός "Γιατί βαθιά μέσα μου δόξασα" 1938 ▪ |
Ψηλά στη βίγλα π΄αγρυπνώ σαν τον καλό τσοπάνο,
στο βράχον όπου ρίζωσεν η σκέψη μου κ΄η ζωή,
ποια ξάφνου, στο βαθύτερο το λογισμόν επάνω,
μου πλημμυρίζει ακράτητη το νουν ακέριο βοή;
Δεν είναι σάλαγος φτερού, δεν ειν΄αχός καμπάνας,
δεν είν΄ουδέ το μήνυμα μιας μακρινής βροντής.
Τούτ΄ η βοή έχει μέσα της απ΄ τη φωνή της Μάνας
κι απ΄ τη φωνή που μόνος του κατέχει ο Ποιητής.
Τι εκεί που μ΄ αργοδίπλωνε θερμό φτερόν η σκέψη
και στου βουνού βυθίζομουν την άμετρη σιγή,
της κορυφής για να χαρώ την υπερούσια γέψη
στην πρώτη μου γυρίζοντας ανέκφραστη πηγή,
τώρα ο αχός, που με καλεί κι ολοένα με ζυγώνει
μες στης καθάριας συλλογής τον άγιο ανασασμό,
σκει την ψυχή μου ολάκερη, την ακοή μου οργώνει,
κι αδόκητο στα σπλάχνα μου ξανοίγει κλονισμό.
«Ποια είσαι, φωνή, που μου ΄κλεισες, ωσάν περικοκλάδα,
το νου μου π΄αγωνίζονταν στη μοναξιά ασκητής;»
Και δε μ΄απάντησε η φωνή, μα το αίμα μου: «Η Λευκάδα,
και της Λευκάδας πόκραξεν αιφνίδια ο Ποιητής!».
Το κάλεσμα είναι βιαστικό, γοργό είναι το πιστρόφι.
«Σε τέτοια» απάντησα «φωνή, κι ο λόγος μου φτωχός...
Μόνο θερίσετε έλατα του Παρνασσού, συντρόφοι,
δάφνες θερίστε γρήγορα, να φύγω μοναχός!»
Έτσ΄ήρθα αγνάντια Σου, Ποιητή, σαν ταπεινός οδίτης.
Του λόγου μου το κράξιμο μικρό και περισσό...
Μα όπως ειν΄ ένας ο Θεός κ΄ Εσύ ΄σαι Λευκαδίτης,
οι δάφνες οπού Σου ΄φερα μυρίζουν Παρνασσό!
Μα ότι και να ΄φερα, Ποιητή, με το δικό μου χέρι,
δάφνες αν είναι κ΄ έλατα του αιώνιου Παρνασσού,
δεν είναι τίποτα μπροστά σ΄εκείνο πόχει φέρει
κ΄ η ταπεινότερη καρδιά μπροστά Σου του νησιού...
Γιατ΄ ήταν άμετρες καρδιές, που, ως είχαν απαυδήσει
που τις χωρίσαν από Σε πικρότατοι καιροί,
«τι να Του φέρουμε», έλεγαν, «για να καλοκαρδίσει
σα θε ν΄ αστράψει αγνάντια μας η όψη Του ιερή;»
κι άλλες καρδιές, που βύζαξαν αντάμα με το γάλα
το λατρεμένο Σου όνομα, που θα ΄θελαν μεμιά
να δώσουν όλο το αίμα τους, κι ως τη στερνή τη στάλα,
για της παραμυθίσιας Σου μορφής τη γνωριμιά.
Τι όλοι το ξέραν, σε καρδιά, σε νου, ψυχή και χέρια,
μέσα σε κάθε πάτημα, σε κάθε Σου ματιά,
σε κάθε μέσα λόγο Σου ζούσε η Λευκάδα ακέρια,
και κάτω από τη φτερούγα Σου κοιμόταν την πλατιά!
Σα λιονταριού που ρυάζεται, Σου ΄καιε φωτιά τη γλώσσα
σαν Τη διαφέντευες ορθός, με πράξη είτε μιλιά.
Απ΄την οργή το στήθος Σου σκωνόντανε, ως η κλώσα
αν ξένο χέρι, γύρα της, αγγίξει τα πουλιά!
Κι απ΄ τα ψηλά τα Σταυρωτά ως όπου είν΄ απλωμένος
ο θείος γιαλός που μέσα του κοιτιούνται οι ουρανοί,
βοσκός , ξωμάχος ή ψαράς, στα νύχια ανασκωμένος,
τη βροντερή Σου επρόσμενε ν΄ αφουγκραστεί φωνή
Και να, Αι-Πέτρος, Δράγανο, Νυδρί, Καρυά, Σφακιώτες,
όθε καλύβι και χωριό, μετόχι και κελλί,
όλοι πιστοί του Λόγου Σου κινήσανε στρατιώτες,
για να χαρούν της όψης Σου την νέαν ανατολή.
Τι, κάποια μέρα στύλωσες στη μέση τους το Νόμο,
κ΄είπες: «Λευκάδα, ολάκερη στα στήθια μου χτυπάς.
Δείλια δε θα ΄χεις μέσα Σου, δε θα ΄χεις έγνοια ή τρόμο
Με την καρδιά που Σου ΄θρεψα θα μάθεις ν΄αγαπάς!»
Και να που ακόμα μια φορά, σφιχτά συμμαζεμένη,
όλ΄ η Λευκάδα γύρα Σου σα μια καρδιά χτυπά….
Κ΄ είν΄η καρδιά Σου η δυνατή ξαναζωντανεμένη,
που μες σε μύριες χύνεται μαζί και δε σκορπά!
Απ΄τις καρδιές που πλημμυράς, Ποιητή, με την καρδιά Σου,
για μια στιγμή στα στήθια μου να κλούσα ένα παλμό,
θε να ΄λεα π΄ άξια στάθηκα την ώρ΄ αυτή μπροστά Σου
κι άξια της άγιας δόξας Σου πως είπα τον ψαλμό!
Μα μες στο νου μου χύνεται αλάλητη ευτυχία…
Σφοδρή χορεύει της καρδιάς η κόκκινη πηγή.
Η ίδια μου σκέψη είναι δροσιά, και μέθη, κ΄ευωχία,
ως αναπνέω κατάβαθα τη μητρική μου γη!
Μον΄ κοίταξέ με στην ψυχή και ιδές πως έχω δράμει,
ο στίχος γράφει πιότερο γοργός απ΄τη μιλιά-
μα μέσα μου της δόξας Σου γιορτάστηκαν οι γάμοι,
κι ακέρια την εχώρεσε του νου μου η αγκαλιά!
Κ ΄Εσύ που ΄ναι φιλόξενη η σκιά Σου, σαν του ελάτου
τη σκιά, κι όμοια τριγύρα μας απλώνεται πιστή,
μεγάλο Πνέμα, δέξου με στον ίσκιο Σου αποκάτου,
να ξανασάνει η σκέψη μου και να ξεκουραστεί….
Μα, πριν σκωθώ απ΄ τον ίσκιο Σου, άσε να σκύψω, ακόμα
για μια φορά, το μέτωπο μπροστά Σου ευλαβικά,
κ΄ ευλαβικά σιμώνοντας προς το βουβό Σου στόμα
να ξεσκεπάσω γύρω μου τα θεία του μυστικά.
Τι όσο κοιτώ τα χείλη Σου, θαρρώ κ΄έχουν σαλέψει,
κι ολόισα προς το πνέμα μου τα λόγια ενώ μιλάν...
μέσα μου χύνεται μ΄ ορμή σαν ποταμός η Σκέψη,
κ΄ έτσ΄ οι μεγάλες Σου εντολές στις φλέβες μου κυλάν:
«Τη θεία φωνή, π΄ ο ίσκιος μου ν΄ακούσεις τώρα στρέγει,
μη την κρατήσεις μέσα σου δειλά και σιωπηλά,
μα σήκωσέ τη σήμαντρο τα ουράνια που να φλέγει,
η δύναμή της κύματα τεράστια να κυλά,
ν΄αντρειευτούν στον ήχο της κορμιά σακατεμένα,
να ρέψ΄ η έγνοια μέσα τους που φώλιασε η πικρή,
στήθια πλατιά να σηκωθούν σε γόνατα κομμένα,
ν΄ αναστηθούν στον τάφο τους ολόσωμοι οι νεκροί,
του αιθέρα από το βόγκο της ν΄ανοίξουν οι λαγόνες,
η Δόξα, που τυλίχτηκε στα σκότη, να φανεί,
κι αγγόνια και τρισέγγονα να βγουν σε νέους αγώνες,
τι νέοι καιροί ανατείλανε και νέοι είν΄οι ουρανοί!»
Τέτοια τα λόγια Σου, Ποιητή, μιλούν μες στην ψυχή μου.
Κι όπως ακούω στα βάθη της την άξια Σου εντολή,
διπλή αναβρύζει σήμερα σ΄ Εσένα η προσευχή μου:
«Όταν θα φέξει ολάκερη της Γης η ανατολή,
που Εσύ θωρείς από ψηλά, στον ουρανό, προφήτης,
ρίξε το βλέμμα Σου κ΄ εδώ, στη γη τη μητρική,
που Σε κρατάει ακοίμητη για πάντα στην κορφή της,
κι από τα σπλάχνα της αυγής, π΄ αστράφτει μυστική,
δωσ΄ της τ΄αστέρι το πρωινό, Ποιητή, κ΄εμένα δω΄μου,
όσον ακόμα μου χτυπά πάνω στη γη η καρδιά,
άγιος να τρέχει ο ίδρωτας από το μέτωπό μου,
κι απ΄ όλο μου το πρόσωπο, του αγώνα η ευωδιά!»
Πηγή: aromalefkadas.gr 🏝
👉 Ποίημα Άγγελου Σικελιανού για τον εορτασμό των 100 ετών από τη γέννηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη - Λευκάδα, 1925, Μαδουρή
▪ Απαγγελία Σικελιανού του ποιήματος του "Γιατί βαθιά μου δόξασα" Λυρικός Βίος Β΄ τόμος. Διακρίνεται ο Κωστής Παλαμάς στο κέντρο Λευκάδα, Μαδουρή 1938 - 💦 Το πατρικό σπίτι του Άγγελου Σικελιανού σήμερα είναι Μουσείο Άγγελου Σικελιανού Λευκάδα
"Γιατί βαθιά μου δόξασα" Α΄ δημοσίευση 1938
Γιατὶ βαθιά μου δόξασα καὶ πίστεψα τὴ γῆ
καὶ στὴ φυγὴ
δὲν ἅπλωσα τὰ μυστικὰ φτερά μου,
μὰ ὁλάκερον ἐρίζωσα τὸ νοῦ μου στὴ σιγή,
νὰ ποὺ καὶ πάλι ἀναπηδᾶ στὴ δίψα μου ἡ πηγή,
πηγὴ ζωῆς, χορευτικὴ πηγή, πηγὴ χαρά μου…
Γιατὶ ποτὲ δὲ λόγιασα τὸ πότε καὶ τὸ πῶς,
μὰ ἐβύθισα τὴ σκέψη μου μέσα στὴν πάσαν ὥρα,
σὰ μέσα της νὰ κρύβονταν ὁ ἀμέτρητος σκοπός,
νὰ τώρα πού, ἡ καλοκαιριὰ τριγύρα μου εἴτε μπόρα,
λάμπ᾿ ἡ στιγμὴ ὁλοστρόγγυλη στὸ νοῦ μου σὰν ὀπώρα,
βρέχει ἀπ᾿ τὰ βάθη τ᾿ οὐρανοῦ καὶ μέσα μου ὁ καρπός!…
Γιατὶ δὲν εἶπα: «ἐδῶ ἡ ζωὴ ἀρχίζει, ἐδῶ τελειώνει…»
μὰ «ἂν εἶν᾿ ἡ μέρα βροχερή, σέρνει πιὸ πλούσιο φῶς…
μὰ κι ὁ σεισμὸς βαθύτερη τὴ χτίση θεμελιώνει,
τὶ ὁ ζωντανὸς παλμὸς τῆς γῆς ποὺ πλάθει εἶναι κρυφός…»
νὰ πού, ὅ,τι στάθη ἐφήμερο, σὰ σύγνεφο ἀναλιώνει,
νὰ ποὺ ὁ μέγας Θάνατος μοῦ γίνηκε ἀδερφός!…
Σχόλια