Ο Μαθιός Πασχάλης ανάμεσα στα τριαντάφυλλα
Καπνίζω χωρίς να σταματήσω απ' το πρωί
αν σταματήσω τα τριαντάφυλλα θα μ' αγκαλιάσουν
μ' αγκάθια και με ξεφυλλισμένα πέταλα θα με πνίξουν
φυτρώνουν στραβά όλα με το ίδιο τριανταφυλλί
κοιτάζουν περιμένουν να ιδούν κάποιον δεν περνά κανείς
πίσω απ' τον καπνό της πίπας μου τα παρακολουθώ
πάνω σ' ένα κοτσάνι βαριεστισμένο χωρίς ευωδιά,
στην άλλη ζωή μια γυναίκα μου έλεγε μπορείς ν' αγγίξεις
αυτό το χέρι
κι είναι δικό σου αυτό το τριαντάφυλλο είναι δικό σου
μπορείς να το πάρεις
τώρα ή αργότερα, όταν θελήσεις.
Κατεβαίνω καπνίζοντας ολοένα, τα σκαλοπάτια
τα τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ερεθισμένα
κι έχουνε κάτι στο φέρσιμό τους απ' τη φωνή
στη ρίζα της κραυγής εκεί που αρχίζει
να φωνάζει ο άνθρωπος: "μάννα" ή "βοήθεια"
ή τις μικρές άσπρες φωνές του έρωτα.
Είναι ένας μικρός κήπος όλο τριανταφυλλιές
λίγα τεραγωνικά μέτρα που χαμηλώνουν μαζί μου
καθώς κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, χωρίς ουρανό
κι η θεία της έλεγε: "Αντιγόνη ξέχασες σήμερα τη γυμναστική σου
στην ηλικία σου δε φορούσα κορσέ στην εποχή μου".
Η θεία της ήταν ένα θλιβερό κορμί μ' ανάγλυφες φλέβες
είχε πολλές ρυτίδες γύρω στ' αυτιά μια ετοιμοθάνατη μύτη
αλλά τα λόγια της ήταν γεμάτα φρόνηση πάντα.
Την είδα μια μέρα να 'γγίζει το στήθος της Αντιγόνης
σαν το μικρό παιδί που κλέβει ένα μήλο.
Τάχα θα τη συναπαντήσω τη γριά γυναίκα έτσι που κατεβαίνω;
Μου είπε σαν έφυγα: "Ποιός ξέρει πότε θα ξαναβρεθούμε"
κι έπειτα διάβασα το θάνατό της σε παλιές εφημερίδες
το γάμο της Αντιγόνης και το γάμο της κόρης της Αντιγόνης
χωρίς να τελειώσουν τα σκαλοπάτια μήτε ο καπνός μου
που μου δίνει μια γέψη στοιχειωμένου καραβιού
με μια γοργόνα σταυρωμένη τότες που ήταν όμορφη, πάνω στο τιμόνι.
Κορυτσά, καλοκαίρι '37
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
αν σταματήσω τα τριαντάφυλλα θα μ' αγκαλιάσουν
μ' αγκάθια και με ξεφυλλισμένα πέταλα θα με πνίξουν
φυτρώνουν στραβά όλα με το ίδιο τριανταφυλλί
κοιτάζουν περιμένουν να ιδούν κάποιον δεν περνά κανείς
πίσω απ' τον καπνό της πίπας μου τα παρακολουθώ
πάνω σ' ένα κοτσάνι βαριεστισμένο χωρίς ευωδιά,
στην άλλη ζωή μια γυναίκα μου έλεγε μπορείς ν' αγγίξεις
αυτό το χέρι
κι είναι δικό σου αυτό το τριαντάφυλλο είναι δικό σου
μπορείς να το πάρεις
τώρα ή αργότερα, όταν θελήσεις.
Κατεβαίνω καπνίζοντας ολοένα, τα σκαλοπάτια
τα τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ερεθισμένα
κι έχουνε κάτι στο φέρσιμό τους απ' τη φωνή
στη ρίζα της κραυγής εκεί που αρχίζει
να φωνάζει ο άνθρωπος: "μάννα" ή "βοήθεια"
ή τις μικρές άσπρες φωνές του έρωτα.
Είναι ένας μικρός κήπος όλο τριανταφυλλιές
λίγα τεραγωνικά μέτρα που χαμηλώνουν μαζί μου
καθώς κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, χωρίς ουρανό
κι η θεία της έλεγε: "Αντιγόνη ξέχασες σήμερα τη γυμναστική σου
στην ηλικία σου δε φορούσα κορσέ στην εποχή μου".
Η θεία της ήταν ένα θλιβερό κορμί μ' ανάγλυφες φλέβες
είχε πολλές ρυτίδες γύρω στ' αυτιά μια ετοιμοθάνατη μύτη
αλλά τα λόγια της ήταν γεμάτα φρόνηση πάντα.
Την είδα μια μέρα να 'γγίζει το στήθος της Αντιγόνης
σαν το μικρό παιδί που κλέβει ένα μήλο.
Τάχα θα τη συναπαντήσω τη γριά γυναίκα έτσι που κατεβαίνω;
Μου είπε σαν έφυγα: "Ποιός ξέρει πότε θα ξαναβρεθούμε"
κι έπειτα διάβασα το θάνατό της σε παλιές εφημερίδες
το γάμο της Αντιγόνης και το γάμο της κόρης της Αντιγόνης
χωρίς να τελειώσουν τα σκαλοπάτια μήτε ο καπνός μου
που μου δίνει μια γέψη στοιχειωμένου καραβιού
με μια γοργόνα σταυρωμένη τότες που ήταν όμορφη, πάνω στο τιμόνι.
Γιώργος Σεφέρης - Καππαδοκία |
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ